Ανάλυση βιβλίου

2015-07-09 11:40

1η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΖΩΗ

Βρισκόμαστε γύρω στα 1910 στη Τουρκία, σ' ένα πανέμορφο χωριό, το Κιρκιντζέ. Ο ήρωας μας είναι ο Μανώλης Αξιώτης, παιδί μιας πολύτεκνης και πολύ φτωχής οικογένειας. Ζει με τους γονείς και τα πέντε του αδέρφια μέσα σε συνθήκες φτώχειας, πείνας και μιζέριας, κάτω από την σκληρή πατρική εξουσία. Όλα τα παιδιά (Μανώλης, Γιώργης, Σοφία, Κώστας, Πανάγος, Μιχάλης) δουλεύουν πολύ σκληρά, περισσότερο από όσο αντέχουν. Ποτέ στη ζωή τους δε γνώρισαν παιχνίδια. Μάλιστα ο πατέρας εναντιωνόταν στη δίψα που είχε ο Μανώλης για μάθηση και δεν του άρεσε που ακολουθούσε το δάσκαλο στις περιηγήσεις σε τόπους με αρχαία. Πρόκειται για ελληνική οικογένεια αλλά η γλώσσα που μιλούσαν ήταν τα τουρκικά. Οι σχέσεις Ελλήνων-Τούρκων ήταν άριστες. Συνεργάζονταν στις δουλειές τους αλλά πάνω απ' όλα ήταν φίλοι. Καρδιακή φιλία είχε και ο Μανώλης με ένα Τουρκόπαιδο, τον Σεφκιέτ. Μαζί περνούσαν πολύ όμορφες στιγμές. Τη φιλία τους δυνάμωσε και το περιστατικό όπου αρρώστησε ο πατέρας του Σεφκιέτ.

`Οταν ο Μανώλης έγινε 16 χρονών ο πατέρας του θέλησε να τον στείλει στη Σμύρνη να γίνει έμπορας. Στη συνέχεια όμως ο Μανώλης βρίσκεται στο Μπεβελύ, ένα χωριό όπου πήγε για γραμματική-λογιστική δουλειά στο τσιφλίκι του Μουλά εφέντη. Το αφεντικό του, ο Ανέστης, είχε μπλεξίματα και βρωμιές σ' όλες του τις δουλειές. Ωστόσο ο Μανώλης καλοπερνούσε γιατί σ' αυτόν ο Αλή Μπέης έδειχνε τον καλύτερο του εαυτό ώστε να αρέσει σε μια εργάτρια. `Ολο αυτό κράτησε περίπου ένα χρόνο, μέχρι που ο Mανώλης αποφασίζει να φύγει.

Το Σεπτέμβριο τελικά ο Μανώλης κατεβαίνει στη Σμύρνη. Εντυπωσιάζεται από τη ζωή που αντικρίζει στη Σμύρνη και νιώθει για πρώτη φορά αυτεξούσιος. Αυτό τον κάνει χαρούμενο. Εκεί πιάνει δουλειά στο μαγαζί του κυρ-Μιχαλάκη Χ''Σταυρή. Επρόκειτο για ένα μαγαζί που πουλούσε σοδειές από σύκα, σταφίδες και άλλα με το κιλό. Ο ίδιος στεκόταν στο καντάρι όπου ζύγιζε την πραμάτεια που ζητούσε ο πελάτης. Πολύ σύντομα όμως απολύεται γιατί εξέφρασε την επιθυμία να αλλάξει δουλειά αφού δεν άντεχε την αδικία που γινόταν στο ζύγισμα.

Γρήγορα όμως βρίσκει δουλειά στις αποθήκες του Ζαχαρία, όπου φτιάχνει το σύκο "λαέρ". Ούτε και σ' αυτή τη δουλειά θα στεριώσει αφού μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάει σε ζαχαροπλαστείο, έπειτα σε φουρνάρικο, σε ταμπάκικο, σε σαντουιτσάδικο και σε αλμάνικο. Η Σμύρνη που τόσο πολύ αγάπησε άρχισε να τον απογοητεύει. Στη συνέχεια πετυχαίνει μια δουλειά με καλό μισθό και εξασφαλισμένο φαί και στέγη, στο Γιαννακό το λουλουδά. Δεν αργεί όμως να έρθει ένα γράμμα από τον πατέρα του, ο οποίος του ζητά να αφήσει τη δουλειά του και να πάει στο μεγάλο έμπορα το Σεϊτάνογλου, όπου του έχει έτοιμη δουλειά. Πάει λοιπόν ο Μανώλης, ο οποίος μένει κατάπληκτος με τα πλούτη και το παλάτι που ζούσε ο ίδιος και η οικογένεια του.

Λίγο μετά κηρύσσεται ο Βαλκανικός πόλεμος του 1912. Ο Πανάγος και ο Μιχάλης, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, επιστρατεύθηκαν από την Τουρκία. Σε λίγο καιρό ο Μανώλης πληροφορείται ότι ο πατέρας του πέθανε από κάποια αρρώστια. Ο αδερφός του ο Κώστας του στέλνει γράμμα με το οποίο του ζητά να επιστρέψει για να δουλέψει στη γη τους, και αυτό κάνει. Στη συνέχεια ένας Τούρκος αστυνομικός διέταξε το Μανώλη να παρουσιαστεί στον αξιωματικό. Ο λόγος ήταν ένα γράμμα που έστειλε ο αδερφός του ο Μιχάλης που λιποτάκτησε στην Ελλάδα.

Μετά από 7-8 μήνες ο Μιχάλης φτάνει στο σπίτι και ζητά το μερτικό του από την κληρονομιά του πατέρα. Ξεσπά καβγάς ανάμεσα στα αδέρφια αλλά τη λύση όπως πάντα στα οικογενειακά προβλήματα δίνει ο Μανώλης. Θα κάνουν δάνειο και θα πληρώνει αυτός τον τόκο.

2η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑMEΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ

Στην αρχή της ενότητας βλέπουμε την είσοδο της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Γερμανών. Στο χωριό του Μανώλη ο Κοσμάς ο τελάλης λεει την είδηση στους κατοίκους. Δεν αργεί να φτάσει και η είδηση ότι όλοι οι άντρες Οθωμανοί υπήκοοι, μεταξύ 22-40 χρονών πρέπει να πάνε στρατιώτες. Τους Χριστιανούς τους στέλνουν στα τάγματα εργασίας ή καλύτερα τάγματα θανάτου, αφού περιλαμβάνουν κάθε είδος βασανιστηρίου. `Ερχεται διαταγή οι Ρωμιοί να μετακινηθούν από τα παράλια προς το εσωτερικό της Τουρκίας. Σε λίγες μέρες φεύγει ο Πανάγος και ο Κώστας για τα τάγματα εργασίας.

Στο χωριό αρχίζουν οι δυσκολίες του πολέμου: πείνα, βαριές δουλειές, φόνοι, ληστείες, εκμετάλλευση. Επίσης αρχίζουν οι έρευνες και οι εκβιασμοί για τους λιποτάκτες από τα τάγματα, τρόποι με τους οποίους κάποιοι εξασφάλιζαν μεγάλα ποσά χρημάτων. Τώρα όλα τα τουρκοχώρια, μετά από πλύση εγκεφάλου από τους ξένους και από τους Τούρκους που ήταν βαλτοί από τους ξένους, άρχισαν να εχθρεύονται τους `Ελληνες. Κι όχι μόνο, τους πολεμούσαν και τους σκότωναν. Ο φίλος του Μανώλη, ο Σιεφκιέτ, έρχεται και τους προειδοποιεί γι' αυτό.

Ο Μανώλης αφηγείται για το ξακουστό Στρατή τον Ξένο, ο οποίος τη μέρα του γάμου του αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό γιατί έγινε φονικό στους συγγενείς του. `Εδωσε μια σκληρή μάχη ώσπου σκοτώθηκε. Το χωριό έπειτα ερήμωσε, αγωνία και τρόμος παντού. Ο Μανώλης έγινε τροφοδότης.

Τον Φεβρουάριο του 1915 ο Μανώλης φεύγει για τα τάγματα εργασίας στην `Αγκυρα, στο χωριό Κιλισλάρ. Εδώ περιγράφονται όλα τα βασανιστήρια που έκαναν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας. Ο Μανώλης δούλεψε για ένα μήνα στη σιδηροδρομική γραμμή και στη συνέχεια ψήνει κάρβουνο. Δεν παραλείπονται βέβαια η πείνα, οι ακαθαρσίες στο περιβάλλον των ταγμάτων, οι αρρώστιες και ο θάνατος. Εμφανίζεται όμως ο Σακρής, ένας γιατρός ο οποίος λειτουργεί ως σωτήρας αφού δίνει φάρμακα, απαιτεί καθαριότητα και δίνει αναρρωτικές άδειες.

Ο Μανώλης, μετά την 4μηνη άδεια του επιστρέφει στο "Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού". Τώρα τα τάγματα δεν είναι όπως παλιά. Υπάρχει καθαριότητα και οι άρρωστοι πάνε στα νοσοκομεία. Ο σκληρότερος βασανιστής όμως, η πείνα, εξακολουθεί να επικρατεί. Ο Μανώλης δουλεύει στα τουνέλια, έπειτα αρχίζει να κατασκευάζει καλάθια και στη συνέχεια πάει στο Γκιούλ Ντερέ να μαζεύουν καρπούς από τα κτήματα των Τούρκων. Δουλεύει με κάποιους συντρόφους του στον Αλή Νταή. Με τη δουλειά του κερδίζει την εμπιστοσύνη του και πιάνει φιλίες με την κόρη του Αλή, την Ενταβιέ, με την οποία μάλιστα καταλήγει να κάνει έρωτα.

Η σφαγή και η εξόντωση των Αρμενίων έχει ήδη αρχίσει. Ο Αλή Νταής φέρνει δύο Αρμενόπουλα στο κτήμα. Ο Στεπάν, ο ένας απ' αυτούς διηγείται στο Μανώλη τους φρικτούς φόνους των Αρμενίων. Αποφασίζει να λιποτακτήσει με τον φίλο του τον Παναγή. Η διαδρομή τους ήταν γεμάτη περιπέτειες. Φτάνουν επιτέλους στο Κιρκιντζέ. Η μητέρα του Μανώλη τους περιποιείται, ενώ ανταμώνει και με τον αδερφό του το Γιώργη, που λιποτάκτησε κι αυτός. Η μητέρα του είχε πάρει στο σπίτι ψυχοκόρη την Κατινιώ. Σε δέκα μέρες μπαίνουν στο σπίτι Τούρκοι. Ο Μανώλης παραδέχεται ότι είναι λιποτάκτης κι έτσι τον κλείνουν σ' ένα κρατητήριο. Καθώς τον μεταφέρουν το ξανασκάει αφού δωροδόκησε αλλά τον συλλαμβάνουν και πάλι. Φυλακίζεται σ' ένα στρατόπεδο αφού τόλμησε να αποδράσει. Η Τουρκία όμως δεν πήγαινε καλά στον πόλεμο. `Ετσι βγήκε απόφαση να πάρουν τουφέκι όλοι. Ο Μανώλης όμως το σκάει. Στο δρόμο συναντά τον Αναστάση τον Μελίδη. Αυτός τον βοηθά και τον παίρνει στο σπίτι της μαντάμ Φωφώς όπου αλλάζει ρούχα και φεύγει.

Σ' ένα χωριό συναντά ένα φίλο του, τον Κιρκόρ, τον οποίο βοήθησε κάποτε να δραπετεύσει. Εκεί μένει 4 μήνες. Κηρύσσεται ανακωχή και οι δύο φίλοι παίρνουν το δρόμο για τη Σμύρνη. Φτάνει τελικά στο χωριό του όπου όλα ήταν έρημα. Δεν αργεί να έρθει και το μαύρο χαμπέρι για το θάνατο του Γιώργη. Ο Σταμάτης και ο Κώστας, τα άλλα αδέρφια του Μανώλη γύρισαν σώοι. Αμέσως άρχισαν δουλειά στα κτήματά τους, ν' αναστήσουν τη γη τους.

3η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Οι Τούρκοι είχαν εξαφανιστεί αφού τρέμανε τώρα τους Έλληνες. Οι Κιρκιντζώτες από την άλλη πηγαίνανε νύχτα στην `Εφεσο και κουβαλούσανε κρυφά στο χωριό μπαρούτι και όπλα. Τότε πήρανε θάρρος κι άρχισαν να νιώθουν ελεύθεροι. Στη Σμύρνη φτάνει ελληνικός στρατός. Μηνύματα χαράς μα και προμηνύματα καινούριας συμφοράς. Με την άφιξη του στρατού στον Κιρκιντζέ αρχίζουν τα γλέντια και οι χαρές. Ο κόσμος γιορτάζει και φωνάζει "Ελλάδα μας, μητέρα μας".

Φθάνει και ο Μανόλης γεμάτος παραγγελίες για εμπόρευμα και μαζί του φέρνει τις βέρες για το γάμο του με την Κατίνα, ένα κορίτσι ορφανό, ανιψιά του παπά Φώτη. Ο Μανόλης θυμάται την ιστορία της αλλά και τις κρυφές τους συναντήσεις. Δεν αργεί όμως και η είδηση-διαταγή για να πάνε όλοι οι νέοι Έλληνες, στρατιώτες στο μέτωπο. `Ετσι ο Μανώλης δεν προλαβαίνει να αρραβωνιαστεί την Κατίνα. Πάει για τρεις μήνες στην Πέργαμο και μετά στο Δονταρλή. Εκεί, στη προσπάθεια τους να συλλάβουν το ληστοσυμμορίτη Κιορ Μεμέτ, συλλαμβάνουν το γαμπρό του και το βασανίζουν για πληροφορίες. Ο Μανόλης τον σκοτώνει μετά από ξυλοδαρμό. Στη συνέχεια μετά από μια μάχη με Τούρκους, ο Μανόλης τραυματίζεται και μένει αρκετό καιρό στο νοσοκομείο. Εκεί τον επισκέπτεται η αδερφή του η Σοφία, από την οποία πληροφορείται ότι η Κατίνα βρίσκεται στο Αίντικ και εκνευρίζεται.

Τον Οκτώβρη του 1921 ο Μανώλης παίρνει φύλλο πορείας για το 4ο σύνταγμα της πρώτης μεραρχίας. Εκεί γνωρίζει ένα φαντάρο από την Κρήτη, με το όνομα Νικήτας Δροσάκης και γίνονται φίλοι. Μιλούν ώρες μαζί και ο Δροσάκης του λεει για της σημασία της γνώσης στον άνθρωπο.

Σε λίγο καιρό έρχεται καινούριος στο τάγμα του Μανόλη, ο Λευτέρης Κανάκης, Κρητικός. Είναι από αριστοκρατική οικογένεια με φίλους υψηλόβαθμους και στο στρατό και στην εξουσία. Κάνει παρέα με όλους, ιδιαίτερα με το Δροσάκη.

Όταν ήρθε διαταγή για επίθεση όλοι οι φαντάροι άρχισαν να θυμούνται το Χάρο και να στέλνουνε γράμματα στους δικούς τους. Ο Κανάκης κάνει πρόταση στο Δροσάκη να του κανονίσει μετάθεση σε γραφείο αλλά αυτός απαντά πως δεν τον ενδιαφέρει να σώσει το τομάρι του και αρνείται. Ο Μανόλης κάνει για ακόμα μια φορά συζήτηση με το Δροσάκη περί πατρίδας, πίστης, θυσίας και του ρόλου της κυβέρνησης.

Άνοιξη 1922. Το τάγμα του Μανόλη στρατοπεδεύει κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί μέσα στην ανθισμένη φύση για λίγα λεπτά ο Μανόλης και ο Δροσάκης ξεχνούν τον πόλεμο και θυμούνται ωραίες στιγμές με γυναίκες. Ξαφνικά εκεί που κανένας δεν το περίμενε, αρχίζει η μάχη. Κατά τη διάρκεια της σκοτώνεται ο Σίμος ο σπιούνος και τραυματίζονται σοβαρά ο Δροσάκης και ο Μανώλης, οι οποίοι μεταφέρονται στο ίδιο νοσοκομείο. Τα πράγματα χειροτερεύουν στο μέτωπο, ενώ στο νοσοκομείο οι διαδόσεις για τις ήττες και τις αποτυχίες της Ελλάδας οργιάζουν. Η εικόνα των τραυματισμένων στρατιωτών που κάνουν οτιδήποτε για να παρατείνουν την παραμονή τους εκεί, είναι ανατριχιαστική. Σπαρακτική είναι και η αντίδραση του Αξιώτη όταν ο Δροσάκης του μιλά για την έχουσα κατάσταση, τη στάση των μεγάλων Δυνάμεων και τη σίγουρη καταστροφή της Μικρά Ασίας.

4η ENOTHTA: ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Αύγουστος 1922. Ο Μανόλης βρισκόταν στο Αφιόν Καραχισάρ όταν άρχισε η μεγάλη κεμαλική επίθεση που τους αναγκάζει τα ελληνικά στρατεύματα να υποχωρήσουν. Κατά την υποχώρηση ο Μανόλης βρίσκει το Δροσάκη τραυματισμένο και τον παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό. Η πορεία τους δύσκολη με εικόνες που δεν αντέχει το ανθρώπινο μάτι. Ο ίδιος καταφέρνει να κρεμαστεί από ένα τρένο όπου εκτυλίσσονται συνταρακτικές σκηνές. Σε λίγο βρίσκεται σ' ένα οικόπεδο μ' ένα μπουλούκι απελπισμένων ανθρώπων. Εκεί συναντά το μικρό Στέλιο, τον οποίο έδωσε στον παππού του.

Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, ο Μανώλης φτάνει στη Σμύρνη όπου η κατάσταση είναι τραγική. Ερημιά. Μπαίνει γρήγορα σ' ένα κουρείο. Εκεί κάνει συζήτηση με τον κουρέα που του θυμίζει τον παλιό του εαυτό που πίστευε στη νίκη. Εκεί πληροφορείται ότι ο ελληνικός στόλος φεύγει. Αμέσως όλη η πόλη ξεσηκώνεται. `Ανθρωποι αναστατωμένοι και πανικόβλητοι τρέχουν σαν τρελοί στους δρόμους, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ο Μανόλης συναντά τους δικούς του. Στη συνέχεια οι εγγλέζικες περιπολίες καταφθάνουν και τους μεταφέρουν στα πολεμικά τους.

Δεν αργεί όμως να έρθει η ώρα της καταστροφής. Οι Τούρκοι βάζουν φωτιά στη Σμύρνη. Ο κόσμος τρέχει σαν ποτάμι κι ας ξέρει ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να σωθεί. Μπρος θάλασσα και πίσω σφαγή και φωτιά. Οι Τούρκοι σταυρώνουν, ατιμάζουν και σφάζουν. Η θάλασσα γέμισε νεκρά σώματα. Εικόνες που κανένα ανθρώπινο στόμα δεν μπορεί να περιγράψει. Μετά τους αναγκάζουν να κατέβουν από τις μαούνες. Πολλοί τραβούν κατά το νεκροταφείο. Δίνεται διαταγή ότι οι άνδρες 18-45 χρονών θα μείνουν αιχμάλωτοι. Ανάμεσα τους και ο Μανόλης και ο αδερφός του ο Κώστας. Ο Μανόλης περιγράφει ότι περπατούσαν αδιάκοπα για μέρες χωρίς νερό. `Οταν περνούσαν από χωριά οι Τούρκοι τους χτυπούσαν και τους μαχαίρωναν για εκδίκηση. Σε κάποια φάση τους μεταφέρουν σ' ένα στρατόπεδο. Εκεί ο Μανόλης με το φίλο του Πάνο καταστρώνουν σχέδιο απόδρασης το οποίο εφαρμόζουν με επιτυχία το ίδιο βράδυ. Φτάνουν στο Κιρκιντζέ αλλά όλα ήταν έρημα. Πάνε στο σπίτι του Σεφέρογλου απ' όπου προμηθεύονται τουλούμια για να μπορέσουν να πέσουν στη θάλασσα. Φτάνουν στη θάλασσα μετά από πολύωρη διαδρομή. Ο Μανόλης πέφτει στη θάλασσα και κολυμπά μέχρι που φτάνει σ' ένα ξερονήσι, χωρίς όμως τον Πάνο. Εκεί βρήκε μια βάρκα με δύο ψαράδες. Πήγαν κατά το μέρος του Πάνου τον οποίο πήραν. Τους περιμάζεψε όμως μια περίπολος και ξαφνικά βρέθηκαν σ' ένα καράβι με άλλους πρόσφυγες. Δεν τους δέχονταν τα νησιά γιατί γέμισαν από πρόσφυγες. Ο καθένας έλεγε την ιστορία του και θρηνούσε τη μοίρα του.

Πηγή:www.odyssey.com.cy/main/default.aspx?it=1&tabid=138&itemid=998