Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα". Πέθανε το 2004.