Κυρίαρχη μορφή της λεγόμενης Επτανησιακής σχολής ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, γιος του κόντε Νικολάου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Μετά το θάνατο της συζύγου του ο κόντε Νικόλαος αποκατέστησε με γάμο τη μητέρα του ποιητή, πέθανε όμως γρήγορα και εκείνη παντρεύτηκε το 1807 σε δεύτερο γάμο το Μανώλη Λεονταράκη, ενώ ο Διονύσιος τέθηκε υπό την εποπτεία επιτροπής. Το 1810 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία με τη συνοδεία του ιταλού ιερωμένου και δασκάλου του Don Santo Rossi. Φοίτησε στο Λύκειο της Κρεμόνα και στο Πανεπιστήμιο της Πάβια, όπου πραγματοποίησε νομικές σπουδές κατά την περίοδο 1815-1817, χωρίς να πάρει πτυχίο. Στην Πάβια ήρθε σε επαφή με τους κύκλους των ρομαντικών και τον κλασικιστή ποιητή Βιτσέντζο Μόντι. Το 1818 γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου συνέγραψε ποιήματα θρησκευτικής θεματολογίας στα ιταλικά και συνδέθηκε φιλικά με τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αντώνιο Μάτεσι. Το 1822 τυπώθηκε στην Κέρκυρα η συλλογή σονέτων του Rime improvisate. Τότε έγραψε επίσης ποιήματα στα ελληνικά με επιρροές από τους Χριστόπουλο και Βηλαρά. Την περίοδο 1821-1822 συνυπέγραψε υπόμνημα διαμαρτυρίας για την πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα και το Σύνταγμα του 1817, προς τον Γεώργιο Δ΄ της Αγγλίας. Το Μάη του 1823 έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν και το 1824 την πρώτη εκδοχή του Λάμπρου και το πεζό κείμενο Διάλογος, όπου εκφράστηκε ενάντια στη γλωσσική θεωρία του Κοραή για τη μέση οδό. Το 1825 έγραψε την Καταστροφή των Ψαρών. Το 1826 ξεκίνησε τη Γυναίκα της Ζάκυθος, δημοσίευσε δύο χειρόγραφα ποιήματά του και ξαναεπεξεργάστηκε το Λάμπρο. Το 1827 εκφώνησε στην καθολική μητρόπολη της Ζακύνθου το Εγκώμιο στον Ugo Foscolo, με το οποίο ολοκληρώθηκε η λεγόμενη Ζακυνθινή δεκαετία της δημιουργίας του. Το 1828 έφυγε για την Κέρκυρα. Εκεί γνώρισε τον Νικόλαο Μάντζαρο, επηρεάστηκε από το ρεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Το 1829 έγραψε την Εις Μοναχήν Νεκρική Ωδή ΙΙ , την τρίτη μορφή της Γυναίκας της Ζάκυθος και ένα ποίημα για το Μεσολόγγι, που δημοσίευσε ο Πολυλάς το 1859 ως πρώτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Το 1833 αναγκάστηκε να εγείρει αγωγή κατά του ετεροθαλούς αδελφού του Δημήτριου, που είχε οικειοποιηθεί το όνομα του Σολωμού. Η υπόθεση έληξε με δικαίωση του ποιητή, κράτησε όμως μέχρι το 1838 και τον καταπόνησε ψυχικά. Στο μεσοδιάστημα έγραψε τον Κρητικό, εγκατέλειψε το σχέδιο για τη Γυναίκα της Ζάκυθος, με την οποία επιχείρησε να δημιουργήσει ένα ενδιάμεσο της ποίησης και της πεζογραφίας λογοτεχνικό είδος, επέμεινε ωστόσο στο θέμα της πτώσης του Μεσολογγίου, γράφοντας το 1834 τη δεύτερη ημιτελή μορφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων και την τρίτη το 1844, σε στίχο ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, εγκαινιάζοντας έτσι τη νέα, ωριμότερη δημιουργική του περίοδο. Το 1847 έγραψε το ποίημα Εις τον θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο και το 1849 το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φράιζερ. Την τελευταία αυτή περίοδο δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, τα αποσπάσματα που σώζονται όμως (όπως ο Πόρφυρας) είναι αποκαλυπτικά του νέου εύρους του στοχασμού του. Ο Σολωμός πέθανε το 1857 μετά από χρόνια ταλαιπωρία του από εγκεφαλικά επεισόδια. Δύο χρόνια αργότερα ο Πολυλάς εξέδωσε τα Ευρισκόμενα, τα οποία έτυχαν ψυχρής αποδοχής από τους ποιητικούς κύκλους. Προσεκτικότερη μελέτη του έργου του Σολωμού και ανίχνευση των οραματισμών του πραγματοποιήθηκαν μετά από αρκετά χρόνια.