Η σποραδική πληροφόρηση για τα γεγονότα του βίου του Κάλβου δημιούργησε ανέκαθεν ένα μυστήριο σχετικά με τη ζωή του ποιητή, που υφαίνεται κυρίως γύρω από τους εξής πόλους: την επαναστατική του δράση, την επιστροφή στην Αγγλία παρά τη ρητά εκπεφρασμένη -και ποιητικά («Φιλόπατρις»)- επιθυμία του να πεθάνει στην Ζάκυνθο, και φυσικά την ποιητική σιωπή μετά το 1826. Οι βέβαιες ωστόσο πληροφορίες, σημαντικά ενισχυμένες τα τελευταία χρόνια με τα αποτελέσματα του μόχθου φιλέρευνων ερευνητών, σκιαγραφούν το πορτρέτο του ως εξής:
1792. Ο Ανδρέας Κάλβος γεννιέται στη Ζάκυνθο και ζει εκεί τα πρώτα του χρόνια. Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, κι ενώ ο γάμος των γονιών του καταλήγει σε διάσταση, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Ο πρόωρος χωρισμός από τη μητέρα, που πεθαίνει το 1815, θα είναι οριστικός. Ο Κάλβος μόνο με τα μάτια της φαντασίας του θα την ξαναδεί.
Στη Ζάκυνθο ξαναγυρίζει, αλλά η περίοδος της μετανάστευσης θα αποδειχθεί μακρόχρονη: «με είδε το πέμπτον του αιώνος εις ξένα έθνη» διαπιστώνει ο ίδιος στην πρώτη ωδή της Λύρας. Εξαιτίας αυτής της μετακίνησης ο Κάλβος διαθέτει, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της πνευματικής του δραστηριότητας, μια πλημμελή γνώση της ελληνικής. Η γλώσσα άλλωστε στην οποία ξεκινά να εκφράζεται συγγραφικά είναι τα ιταλικά. Πρώτο του, πιθανότατα, ποίημα, το «Canzone a Napoleone» (1811) -αφιερωμένο στο Ναπολέοντα και χαμένο για μας σήμερα-, το αποκηρύσσει αργότερα (1814). Το 1812 ο πατέρας του πεθαίνει και ο νεαρός Κάλβος, στη Φλωρεντία πια, γνωρίζει τον Ugο Foscolo, που θα σταθεί για αρκετά χρόνια πνευματικός του μέντορας και θα τον μυήσει στους αρχαίους κλασικούς και τους Ιταλούς λογοτέχνες. Την ίδια χρονιά ξεκινά η δραστηριότητα του Κάλβου ως παιδαγωγού: με τη μεσολάβηση του Foscolo αναλαμβάνει την εκπαίδευση του Στέφανου Βούλτσου.
Το 1813 γράφει την τραγωδία Teramene (Θηραμένης). Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: Le Danaidi (Δαναΐδες) και μια που αρχίζει να γράφει όταν θα ξαναβρεθεί στην Ιταλία το 1820 με τίτλο Ippia (Ιππίας). Παρόλο που το 1813 βρισκόμαστε μακριά από το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, μπορούμε να διακρίνουμε στο Teramene τα στοιχεία που καθιστούν αργότερα τον Κάλβο έναν πολιτικό ποιητή. Το εμφανώς πολιτικό θέμα των δύο από τα παραπάνω έργα (Teramene, Ippia) συνδέεται σαφώς με το γεγονός ότι ο νεαρός Κάλβος, ζώντας τον πυρετό των ιταλικών εθνικών αγώνων, συνδυάζει τα στοιχεία του ιταλικού νεοκλασικισμού με μια αναδυόμενη κοινωνική ποίηση και φιλοδοξεί να ακολουθήσει ποιητικά τα βήματα των εισηγητών της: Vittorio Alfieri και Ugo Foscolo.
Το 1814 μεταφράζει στα ιταλικά από τη σικελική διάλεκτο ποιήματα του Giovanni Meli, ποιητή που συνδέει το όνομά του με την παράδοση της ιταλικής αρκαδικής ποίησης. Ωστόσο την ίδια χρονιά, με τη συγγραφή της «Ode agli Ionii» [Ωδή στους Ιονίους], ο Κάλβος πραγματοποιεί, σε ιταλική ακόμα γλώσσα, τη στροφή που εγγράφει οριστικά πλέον την ποίησή του στον ορίζοντα της διπλής προοπτικής της πατριδολατρίας και της υπηρεσίας του αγώνα. Το ποίημα, που ο Κάλβος απευθύνει στους συμπατριώτες, εμπνέεται από τη διάψευση των προσδοκιών των Επτανήσιων για ανεξαρτησία και ο Κάλβος δείχνει να ανταποκρίνεται πλέον ενεργά στο νέο καθήκον που επιβάλλει η εποχή στους λόγιους: της δημόσιας παρέμβασης και της κοινωνικής αφύπνισης.
Παράλληλα, είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται ποιητικά με την εξύμνηση της Ζακύνθου ακολουθώντας το πρότυπο του Foscolo.
Το πρώτο ταξίδι στην Αγγλία (1816-1819) και το ζήτημα της σύζευξης νεοκλασικισμού και ρομαντισμού στην ποίηση του Κάλβου
Αλλά η ώρα της επιστροφής αργεί ακόμα. Προς το παρόν ακολουθεί στην Ευρώπη τον αυτοεξόριστο για λόγους πολιτικής δίωξης Foscolo. Με ένα σύντομο σταθμό στη Γενεύη ο Κάλβος βρίσκεται στο Λονδίνο, όπου ζει τα χρόνια από το 1816 ώς το 1819: βοηθάει τον Foscolo στο έργο του ως αντιγραφέας (-1817) και παραδίδει μαθήματα ελληνικής και ιταλικής γλώσσας, εκδίδει μάλιστα μια σειρά ιταλικών μαθημάτων σε τέσσερα μέρη, ενώ ως δημόσιος ομιλητής σε μια σειρά διαλέξεων κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί αναπτύσσει θεωρητικά την ιδέα της διαχρονικής ενότητας του νέου ελληνικού κόσμου με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν μέσω της γλώσσας. Είναι η ώρα της εντατικής και πολύπλευρης ενασχόλησης με την ελληνική γλώσσα.
Το 1820 εκδίδεται στο Λονδίνο η πρώτη εκτεταμένη δοκιμή νεοελληνικής γραφής του Κάλβου. Πρόκειται για τη μετάφραση των κειμένων που θα αποτελέσουν το Βιβλίο Δημοσίων Προσευχών της Εκκλησίας των Αγγλικανών, όπου περιέχονται και οι «Ψαλμοί του Δαβίδ». Η ενασχόληση αυτή του Κάλβου συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη προσωπικού ύφους: η γλώσσα των ευαγγελιστών και των αποστόλων αποτελεί μια νέα πηγή πλουτισμού του γλωσσικού του ιδιώματος που λειτουργεί καταλυτικά. Εν τω μεταξύ οι διασυνδέσεις του με τον κύκλο του ιταλόγλωσσου περιοδικού L'Ape Italiana μαρτυρούν ότι, πέραν της σχέσης του με τον Foscolo, ο Κάλβος σχετίζεται ευρύτερα με τον κύκλο των Ιταλών πολιτικών εξόριστων που ζούσαν στο Λονδίνο.
Μέσα σ' αυτές τις ενασχολήσεις βρίσκει τη θέση της και η πρώτη ελληνόφωνη ωδή που εκδίδεται αυτοτελώς το 1819 με τίτλο «Ελπίς πατρίδος» και αποτελεί ένα αρκετά όψιμα ανακαλυφθέν τεκμήριο των καλβικών ερευνών: τη φέρνει στο φως μόλις το 2003 η έρευνα του Λεύκιου Ζαφειρίου σε βιβλιοθήκη της Γλασκώβης.
Ήδη στην πρώτη στροφή παρατηρούμε την εμφάνιση στην ποίηση του Κάλβου της έκφρασης του λυρικού εγώ: συγκρατημένη ακόμα διάνοιξη προς την περιοχή του αυτοπροσδιορισμού του ποιητικού υποκειμένου. Διαμεσολαβητής ανάμεσα στις μούσες και τους ανθρώπους ο ποιητής θα αναλάβει από την έβδομη στροφή και μετά έναν ακόμα σημαντικότερο ρόλο απευθυνόμενος προσωπικά στον ίδιο το θεό. Η δραστική παρουσία της ολοένα και αυξανόμενης αυτοσυνειδησίας του ποιητικού υποκειμένου αποκτά στην τελευταία πλέον στροφή του ποιήματος καταλυτικό ρόλο: στην περίπτωση που δεν ευοδωθεί η ελπίδα της ελευθερίας για την πατρίδα, η λύση που προτείνεται αντλεί το ηθικό της βάρος από τη διαθεσιμότητα του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στο θάνατο.
Η ποίηση έχει ήδη μετατραπεί για τον Κάλβο σε φορέα του ηρωικού συνθήματος «ελευθερία ή θάνατος».
Τόσο η αυξανόμενη αυτοσυνειδησία του ποιητικού υποκειμένου όσο και η ηρωική επιλογή της ελευθερίας με τίμημα το θάνατο αποτελούν ενδείξεις ενός ρομαντικού προσανατολισμού. Η ποιητική σκευή του νεαρού Κάλβου συνίστατο ώς το σημείο αυτό του βίου του, της μετάβασης στην Αγγλία, κυρίως στη σχέση του με τον ιταλικό νεοκλασικισμό και στη σχετική επιρροή που ασκούσε πάνω του ο Ugo Foscolo. Το συγκεκριμένο ποίημα μαρτυρεί πόσο νωρίς βρήκαν τη θέση τους τα διδάγματα του αγγλικού ρομαντισμού στην ποιητική συνείδηση του Κάλβου και συμβάλλει στην πιστοποίηση ενός από τα πλέον βασικά γνωρίσματα της τεχνοτροπίας των καλβικών ωδών: της σύζευξης νεοκλασικισμού και ρομαντισμού. Ωστόσο ακόμα και η σχέση μαθητείας που συνδέει τον Κάλβο με τον Foscolo αποτελεί, ως ένα σημείο, ασφαλές τεκμήριο της διεύρυνσης των αισθητικών του αντιλήψεων πέραν του νεοκλασικισμού. Η επαφή του Foscolo με τον πριμιτιβισμό του αγγλικού προ-ρομαντισμού του αποκαλύπτει ως ένα σημείο μια νέα διάσταση στην ποιητική τάση αναβίωσης της αρχαιότητας, παρόλο που δε θα αποτελέσει την τελική επιλογή του στο αισθητικό ζήτημα της επιστροφής στο παρελθόν. Ακόμα και έτσι επιφυλακτική η επαφή του Foscolo με τον αγγλικό προ-ρομαντισμό τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό έργα του όπως Οι Τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Όρτις (1801) και οι Τάφοι (1807) και λειτουργεί σίγουρα προπαιδευτικά για το νεαρό Κάλβο.
Εύστοχα λοιπόν ο Κ. Θ. Δημαράς το 1946, στη μελέτη του «Πηγές της έμπνευσης του Κάλβου», όταν διατυπώνει την άποψή του για τη σημασία του τάφου στην καλβική ποίηση θίγει παράλληλα και το ζήτημα της φωσκολιανής καταγωγής του προφανέστατα ρομαντικού συμβόλου (Δημαράς, 1982: 103). Η σημασία της μελέτης ωστόσο βρίσκεται στο ότι επιχειρεί πρώτη να αντικρούσει φιλολογικά την άποψη όσων ώς εκείνη τη στιγμή είχαν υποστηρίξει ότι ο Κάλβος ως πινδαρικός ποιητής «εβδελύσσετο τον ρομαντισμόν». O Δημαράς εγκαινιάζει έτσι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στην πρόσληψη της ποίησης του Κάλβου. Αρκετά χρόνια μετά, το 1987, ο αντιρρητικός τόνος έναντι της ανακάλυψης του Δημαρά εκφράζεται στο μελέτημα του Δ. Τζιόβα «Νεοκλασικές απηχήσεις και μετωνυμική δομή στις Ωδές του Κάλβου». Μετά και αυτή την παρέμβαση είναι απολύτως σαφές ότι μια μονόπλευρη θεώρηση της ποίησης του Κάλβου ως αποκλειστικά νεοκλασική ή ρομαντική θα ήταν άτοπη. Έχουν ωστόσο ενδιαφέρον οι διαφορετικές κατά καιρούς τοποθετήσεις μελετητών που επιλέγουν να ενισχύσουν είτε τον νεοκλασικό χαρακτήρα των ωδών, φωτίζοντας την επίδραση που δέχεται ο Κάλβος από τον ιταλικό κλασικισμό (Γαραντούδης) και μελετώντας την ιταλόγλωσση περιοχή της δημιουργίας του (Πασχάλης), είτε τα στοιχεία εκείνα που τον φέρνουν πιο κοντά στον ρομαντισμό (Γεωργαντά).
Η διερεύνηση ωστόσο των γραμματολογικών διχογνωμιών δεν κρίνεται εδώ τόσο επείγουσα. Προέχει να κατανοήσει κανείς πώς η καλβική ποιητική ιδιοτυπία προκύπτει από την ιδιόμορφη σύγκλιση ενός κηρύγματος επιστροφής προς τα αρχαία ιδανικά, διδακτισμού και γλωσσικού αρχαϊσμού με τα εξίσου έντονα στοιχεία αυτοσυνείδησης και αυτοπροσδιορισμού, μελαγχολικής διάθεσης και οραματισμού. Ο Κάλβος, ένας μεγάλος ποιητής του 19ου αι., δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στα διδάγματα του όψιμου νεοκλασικισμού και να απορρίψει τον αρχόμενο προ-ρομαντισμό. Δεν θα μπορούσε όμως επίσης να αρνηθεί μια μεγάλη καλλιτεχνική παράδοση, την κλασική, της οποίας ένιωθε διπλός φορέας όντας ιταλοθρεμμένος Έλληνας. Η δημιουργική σύζευξη και συγχώνευση νεοκλασικισμού και ρομαντισμού είναι που παρήγαγε την ποίηση των Ωδών, μια ποίηση που ανταποκρίνεται σε ποικίλες εξωτερικές επιδράσεις και φανερώνει πολυάριθμες εσωτερικές αναγκαιότητες.
Η οριστική ρήξη στη σχέση του Κάλβου με τον Foscolo, ο γάμος του με την Αγγλίδα Teresa Thomas, ο θάνατος της γυναίκας του και της κόρης του σε βρεφική ηλικία είναι τα σημαντικά γεγονότα που σφραγίζουν αυτή την εποχή την προσωπική ζωή του Κάλβου.
Το ταξίδι στη νεοελληνική ποίηση: Λύρα, 1824 - Λυρικά, 1826
Επιστρέφει στην Ιταλία το 1820 και την εγκαταλείπει οριστικά το 1821 διωγμένος από τις ιταλικές αρχές εξαιτίας της εμπλοκής του στο κίνημα των καρμπονάρων.
Όσο ο Κάλβος κατηγορείται για επαναστατική δράση, έρχεται η «πoθητή ώρα» [«Πρόλογος», Λύρα]: το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης τον βρίσκει μακριά μεν απ' την πατρίδα, μετέωρο στην Ευρώπη, αλλά πολιτικά ενεργό επαναστάτη. Ώς το 1826 ζει κυρίως στη Γενεύη και για ένα διάστημα στο Παρίσι, συνδέεται με το φιλελληνικό κίνημα και γράφει ελληνικά ποιήματα. Ένας αληθινός «φιλόπατρις» ο Κάλβος των Ωδών, μέσω της συμπλοκής δύο κυρίαρχων χαρακτηριστικών, της φιλοπατρίας και της επαναστατικότητας, καθίσταται ένας κατεξοχήν πολιτικός ποιητής: ο ποιητής της ελληνικής επανάστασης. Η περιγραφή, η εξύμνηση και ο σχολιασμός του εθνικού αγώνα βρίσκονται στο κέντρο του ευσύνοπτου ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου του που αριθμεί, έκτος από την «Ελπίς πατρίδος», είκοσι ωδές: δέκα που απαρτίζουν τη Λύρα (Γενεύη, 1824) και δέκα ακόμα συγκεντρωμένες στη δεύτερη συλλογή, που εκδίδεται το 1826 στο Παρίσι υπό τον τίτλο Λυρικά.
Αν και οι ωδές του Κάλβου δεν ήταν ιδιαίτερα προσβάσιμες στους συμπατριώτες του, οι περισσότερες από αυτές αναλαμβάνουν, με ύφος παραινετικό και αγωνιστικό, την ενίσχυση του φρονήματος του αγωνιζόμενου λαού. Ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική ποίηση του Κάλβου υμνεί έννοιες όπως η ελευθερία, η δόξα, η αρετή και η δικαιοσύνη της δίνουν την ευρύτερη διάσταση μιας ποίησης κοινωνικής και επιπλέον την συνδέουν με τις φιλοσοφικές ιδέες και αντιλήψεις του Διαφωτισμού. Για τον Κάλβο, ο οποίος έχει δει στην Ευρώπη την εξέλιξη των επαναστατικών κινημάτων, μέσω της ελληνικής επανάστασης προκρίνεται κυρίως το μοντέλο μιας δίκαιης επανάστασης. Η κατάκτηση της ελευθερίας του ελληνικού έθνους έχει μέγιστη σημασία, γιατί θα σημάνει την υπερίσχυση του δικαίου επί της αδικίας. Έτσι ο ποιητής επιχειρεί να διαφυλάξει ηθικά την επανάσταση, λ.χ. προβλέποντας τον κίνδυνο μιας πιθανής αντεκδικητικής διάθεσης από την πλευρά των Ελλήνων σε σχέση με τη βάναυση συμπεριφορά των Οθωμανών.
Ο Κάλβος προειδοποιεί ακόμη και για τους εσωτερικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το κοινό καλό, όπως η διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών.
Έχει υποστηριχθεί ευρέως ότι οι καλβικές ωδές στόχευαν να βρουν αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους Ευρωπαίους φιλέλληνες, κάτι που σίγουρα ισχύει ως έναν βαθμό, ωστόσο ο Κάλβος δεν κρύβει τη μεγάλη του δυσαρέσκεια από τον τρόπο που έχουν χειριστεί οι Ευρωπαίοι την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης.
Η συμπερίληψη στην έκδοση της Λύρας μικρού ερμηνευτικού λεξικού με τίτλο «Σημειώσεις και πίναξ λέξεων και φράσεων», προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης στην κατανόηση των ποιημάτων, υποδηλώνει ότι ο Κάλβος είχε πλήρη συνείδηση της ιδιαιτερότητας της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Στο κείμενο «Επισημείωσις», που ακολουθεί του «Πίνακα», ο Κάλβος επεξηγεί το επίσης ιδιόμορφο για τα ελληνικά δεδομένα σύστημα προσωδίας που ακολουθεί, προκειμένου να επιτύχει την περίφημη «πολύτροπο αρμονία».
Οι Ωδές είναι γραμμένες σε μια απολύτως ιδιόρρυθμη ποιητική γλώσσα, που εξοβελίζει τον Κάλβο, παρά τη βιολογική του καταγωγή, από την ομάδα των Επτανησίων ποιητών του καιρού του. Μια γλώσσα ανάμικτη, από αρχαιοπρεπή λόγια και ζωντανά λαϊκά στοιχεία, που ώθησε λανθασμένα στο παρελθόν κάποιους μελετητές να θεωρήσουν τον Κάλβο οπαδό της κοραϊκής μέσης οδού. Οι γλωσσικές επιμιξίες πάντως που προκαλεί η διαρκής ενσωμάτωση πινδαρικών και ομηρικών λέξεων παράγουν οπωσδήποτε το εντυπωσιακό αποτέλεσμα μιας έντονης γλωσσικής ιδιοτυπίας.
Από την άλλη, η κάλβεια στροφή -αποτελούμενη από πέντε στίχους σε ιαμβικό μέτρο χωρίς ομοιοκαταληξία- πιστοποιεί τη σχέση του Κάλβου με τον ιταλικό νεοκλασικισμό. Δεν έχει ωστόσο ακριβές αντίστοιχο ούτε στην ιταλική ούτε στην ελληνική ποίηση. Γλώσσα και μετρική παραμένουν από αυτή την άποψη τεκμήρια της αδιαμφισβήτητης ποιητικής ιδιομορφίας και τόλμης του Κάλβου. Οι Ωδές υπήρξαν μια απολύτως προσωπική ποιητική δημιουργία, χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια στην περιοχή της νεοελληνικής γραμματείας.
Η παραμονή στην Ελλάδα (1826-1852)
Μετά την έκδοση των δυο ποιητικών συλλογών του ο Κάλβος ταξιδεύει στην επαναστατημένη Ελλάδα και από εκεί στην Κέρκυρα, όπου θα μείνει μέχρι το 1852. Ζει κυρίως παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα, αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν ξαναγράφει ποτέ ποίηση. Ο Σολωμός φτάνει από τη Ζάκυνθο δυο χρόνια μετά, το 1828, για να συνθέσει στην Κέρκυρα το πιο σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ασφάλεια αν αληθεύει η φήμη που τους θέλει να μη συναντιούνται ποτέ. Είναι ωστόσο ενδεικτική της ποιητικής απόστασης που χωρίζει τους δύο μεγάλους ποιητές του ελληνικού 19ου αι. και μάλλον μεταφράζεται και με όρους διαφορετικής πρόσληψης από το κοινό της εποχής. Γιατί δεν είναι μόνο η κοινωνική διαφορά, του κόμη και του επαγγελματία λόγιου, που τους χωρίζει· αυτό που πέτυχε ο Σολωμός με τους λίγους αυτή την εποχή δημοσιευμένους στίχους του, σε επίπεδο αναγνώρισης ή προσδοκίας, δεν το πέτυχε ο Κάλβος, που περισσότερο ξάφνιασε με τις Ωδές του και λιγότερο έπεισε για την ποιητική τους αξία.
Στο διάστημα της παραμονής του στην Κέρκυρα ο Κάλβος διατελεί τρεις φορές καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας. Η ανακάλυψη και έκδοση (2002) από τον Παναγή Αλιπράντη του κειμένου χειρόγραφων σημειώσεων ενός από τους μαθητές του Κάλβου που περιέχει τα μαθήματα του ποιητή κατά την εποχή της τελευταίας καθηγεσίας του στην Ιόνιο Ακαδημία, φωτίζει περισσότερο τη διανοητική ενασχόληση αυτής της εποχής. Η φιλοσοφική αισθητική του Κάλβου, όπως προκύπτει από τις παραδόσεις του, είναι απόρροια της μελέτης του έργου του Σκώτου φιλοσόφου Thomas Reid.
Άνθρωπος μονήρης, μάλλον ευερέθιστος στις κοινωνικές και επαγγελματικές του σχέσεις, «έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι' αυτού να επιχρίει τα έπιπλά του» (Παλαμάς). Το είπε και ο Σολωμός πως «δε ζει κάνεις καλά παρά μόνος» και το έκανε και εκείνος πράξη στην Κέρκυρα, όμως η επιλογή της μοναχικής ζωής από την πλευρά του Κάλβου περικλείεται από ένα μυστήριο: δε μας άφησε ούτε ένα πορτρέτο του. Δε μας εξήγησε γιατί αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποίηση και κυρίως δεν σχολίασε σε κανενός είδους κείμενό του την επιλογή της αυτοεξορίας από το 1852 και μετά.
Η δεύτερη παραμονή στην Αγγλία (1852-1869)
Το 1852 λοιπόν φεύγει για την Αγγλία, παντρεύεται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργάζεται ως καθηγητής στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της γυναίκας του. Τα μόνα κείμενα που γνωρίζουμε ότι υπογράφει αυτή την εποχή είναι δύο ακόμη θρησκευτικές μεταφράσεις.
Αυτή η συνθήκη αυτοεξορίας στερεί από τον Κάλβο τον θάνατο στην πατρίδα, που ευχήθηκε να έχει στην πρώτη ωδή της Λύρας. Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
Η προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη και η (ανα)σύνθεση ενός καλλιτεχνικού μύθου
Το 1889 ο Κ. Παλαμάς δίνει μια διάλεξη στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» με τίτλο «Κάλβος ο Ζακύνθιος». Η πεποίθηση για την «ανακάλυψη» της ποίησης του Κάλβου μέσω της συγκεκριμένης διάλεξης έχει σωστά τεθεί υπό συζήτηση ως προς την ακρίβειά της (Βαγενάς), ωστόσο το κείμενο αυτής της διάλεξης εξακολουθεί δικαίως να θεωρείται η αδιαμφισβήτητη αφετηρία της κριτικής πρόσληψης του ποιητικού έργου του Κάλβου. Η διάλεξη συμπίπτει με τα πρώτα βήματα της κριτικής δραστηριότητας του Παλαμά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον Κάλβο ως μια κορυφαία ποιητική προσωπικότητα του 19ου αι. είναι μια έξοχη έμπνευση του Παλαμά. Έκτοτε η ποίηση του Κάλβου, κρίθηκε, ολοένα και περισσότερο, άξια αυτής της αναγνώρισης. Συχνά βέβαια η θετική αποτίμηση συνέπεσε με το γεγονός ότι η καλβική ποίηση θεωρήθηκε ιδρυτική στιγμή του πολιτικού λυρισμού στα νεοελληνικά ποιητικά δεδομένα, και από την άλλη φορέας του οράματος της πραγματοποιημένης πλέον επανάστασης που είχε επιφέρει το θετικό αποτέλεσμα της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Η επισήμανση εντούτοις του Σεφέρη το 1941 ότι «δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη», από κοινού με το φανταστικό πορτρέτο του Κάλβου που σκιαγραφούν η δόκιμη που αποτέλεσε τον «Πρόλογο» στην έκδοση των Ωδών της Αλεξάνδρειας όσο και αυτή του 1936, «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», επικαιροποιούν και συνοψίζουν στην εποχή τους συμβολικά το αίτημα για μια εμβριθέστερη διερεύνηση του βίου και του έργου του Ανδρέα Κάλβου.
Ανάμεσα στα μέλη της γενιάς του '30 θα βρει κανείς και άλλους εισηγητές της «επανανακάλυψης» του ποιητή: τον Οδ. Ελύτη, τον Γ. Θεοτοκά, τον Ν. Κάλας, που θα θελήσουν -πάνω στην έλλειψη καλβικής προσωπογραφίας- να σκιαγραφήσουν ο καθένας το δικό του πορτρέτο. Για μια πληρέστερη καταμέτρηση πρέπει κάνεις να συμπεριλάβει τον ιστορικό που βιολογικά συμπίπτει με τους λογοτέχνες αυτής της γενιάς, τον Κ. Θ. Δημαρά, καθώς και τον Κ. Τσάτσο. Οι ποιητές ωστόσο είναι αυτοί που αρχίζουν να συγκεντρώνουν το βλέμμα τους σε στοιχεία που συνθέτουν μια εικόνα του Κάλβου διαφορετική από αυτή του πατριώτη ποιητή συγκροτώντας το ερώτημα: «ο Κάλβος χωρίς την πανοπλία του ηρωισμού του;». Απαντούν οι ίδιοι αποφασιστικά: «είναι καιρός να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωσή του». Μεταπολεμικά σχεδόν καθιερώνεται στα ποιητικά πορτρέτα που φιλοτεχνούν οι ποιητές μια εικόνα του Κάλβου όχι απλώς ως ταξιδιώτη, αλλά ως εξόριστου μέσα στον κόσμο, καταδικασμένου να αναζητά αδιάκοπα και εν αγωνία την πατρίδα.
Εκτός από πολλά ποιήματα (λ.χ. από τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη), ένα διήγημα (Μ. Καραγάτσης, «Αι Ευχαί»), δύο μυθιστορηματικές βιογραφίες (Ν. Σκαράκης, Πόλυ Χατζημανωλάκη), μία έκθεση ζωγραφικής («Αναφορά στον Κάλβο», Ζάκυνθος 2001), πλάι στις πολλές φανταστικές εικαστικές απεικονίσεις, τις κινηματογραφικές ταινίες και τις μελοποιήσεις ποιημάτων, επιχείρησαν να συμπληρώσουν δημιουργικά το πραγματολογικό κενό της καλβικής απεικόνισης. Τις μακροχρόνιες σχετικές φιλολογικές προσπάθειες ολοκλήρωσε το λεύκωμα του Λεύκιου Ζαφειρίου (Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου, 2006), ενώ το αίτημα του Σεφέρη για συνολική έκδοση του έργου του Κάλβου αναμένεται να πραγματοποιηθεί.